παραυτά — πάραυτα immediately indeclform (adverb) παραυτά immediately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάραυτα — immediately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
κάταυτα — (Μ) επίρρ. αμέσως τώρα, πάραυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ αὐτά με συνεκφορά, πρβλ. πάραυτα] … Dictionary of Greek
επαυτίκα — ἐπαυτίκα (Α) (χρον. επίρρ.) ευθύς αμέσως, πάραυτα … Dictionary of Greek
μοναύτα — (Μ μοναύτα και μαναύτα και μόναυτα) επίρρ. ευθύς, αμέσως, χωρίς αναβολή μσν. (ως χρον. σύνδ.) μόλις, αμέσως μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρμ. μόνον + πληθ. ουδ. αὐτὰ τής αντων. αὐτός. Ο τ. μόναυτα κατά το πάραυτα] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… … Dictionary of Greek
παραυτίκως — Μ επίρρ. πάραυτα, παραυτίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραυτίκα + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
παραχρήμα — παραχρῆμα ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.) αρχ. φρ. α)… … Dictionary of Greek